- Βρισευς
- ΒρισεύςΒρῑσεύς-έως, эп. ῆος ὅ Брисей (царь лелегов, отец Брасеиды) Hom., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Βρισεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρισῆος — Βρισεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βρισέως — Βρισέω̆ς , Βρισεύς masc gen sg Βρισεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)